ψευδοπαράλυση

ψευδοπαράλυση
η Ν
(παλ. όρος) ιατρ. αδυναμία κίνησης τών μελών που μοιάζει με παράλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + παράλυση. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδοπαράλυσις, μαρτυρείται από το 1892 στον Δ. Δημητριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”